χρυσεργός

χρυσεργός
-όν, Α
αυτός που παράγει χρυσό («χρυσεργὰ Πακτωλοῡ ποτά», Λυκόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο)-* + -εργός (< ἔργον), πρβλ. φιλ-εργός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • χρυσεργά — χρυσεργός making neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”